κακανθρωπίζω

κακανθρωπίζω
κακανθρωπίζω και κακαθρωπίζω (Μ)
1. γίνομαι κακός άνθρωπος
2. γίνομαι βρικόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *κακάνθρωπος (< κακ(ο)-* + ἄνθρωπος) + κατάλ. -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακαθρωπίζω — (Μ) βλ. κακανθρωπίζω …   Dictionary of Greek

  • κακανθρώπισμα — το [κακανθρωπίζω] συν. στον πληθ. τα κακανθρωπίσματα οι καλικάντζαροι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”